νοσολογία

νοσολογία
η
ιατρ. κλάδος τής ιατρικής ο οποίος περιγράφει γενικά και κατατάσσει συστηματικά τις νόσους με βάση ορισμένα κριτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosology < νόσος + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Πρινάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοσολογία — η κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τα συμπτώματα και τη θεραπεία των νόσων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοσολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • γηριατρική — Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… …   Dictionary of Greek

  • ζωονοσολογία — η ιατρ. ζωοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + νοσολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • νοσολόγος — ο ιατρ. επιστήμονας ειδικευμένος στη νοσολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nosologiste < νόσος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • Αραβαντινός, Αναστάσιος — (Αθήνα 1874 – 1948).Γιατρός. Σπούδασε στην Αθήνα και έπειτα στο Βερολίνο και το Γκέτινγκεν· το 1918 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ειδικής νοσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσίευσε πλήθος από άρθρα και διατριβές σε ελληνικά και ξένα… …   Dictionary of Greek

  • νοσολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσολογία: Νοσολογική μελέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”